Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

Νηπιαγωγείο 2009-2010 (σελ. 4)

Σήμερα, η Γεωργιάννα με έσπρωξε και μάτωσε ο αγκώνας μου.
Χθες, είδα έναν κύριο, που καθόταν σε ένα καροτσάκι. Και το πιο περίεργο απ' όλα: είχε μόνο ένα πόδι. Δεν το πίστευα. Στάθηκα για λίγο μπροστά του, να περιεργαστώ το ακρωτηριασμένο του πόδι. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς είχε χάσει το πόδι του. Μετά, για να μάθω, ρώτησα τη μαμά και τον μπαμπά. Αλλά δεν ήξεραν και μου απαρίθμησαν όλες τις περιπτώσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμό ποδιού. Ύστερα, τους ρώτησα γιατί καθόταν σε καροτσάκι. Με πέρασαν για χαζή, γιατί μου απάντησαν ότι δεν μπορεί να περπατήσει (λες και δεν το είχα καταλάβει. Λες και θα έκανε τον κουτσό όλη μέρα. Εδώ στο διάλειμμα, στην αυλή, δεν αντέχω πολλή ώρα να παίζω τον κουτσό. Θα άντεχε εκείνος;). Όταν κατάλαβαν την ερώτηση, μου απάντησαν ότι κάθεται εκεί για να ζητήσει την ελεημοσύνη των περαστικών. Εμείς όμως δεν του την δώσαμε. Δεν ξέρω γιατί. Στο αυτοκίνητο, αποτόλμησα να πω στον μπαμπά να γυρίσουμε πίσω στον κύριο και να του δώσουμε λεφτά. Δεν μου απάντησε. Σαν να θύμωσε.
Τώρα που το σκέφτομαι, ήμουν πολύ καλό παιδί σήμερα. Δεν φώναξα ούτε μία φορά!

Τύψεις

Ημέρα Κυριακή, πρωινές ώρες.
Μία συνηθισμένη φθινοπωρινή Κυριακή, με ελάχιστη κίνηση στους δρόμους και περαστικούς, νωχελικούς. Κάτι όμως απασχολεί τη μικρή. Το καταλαβαίνω από το βλέμμα της. Και από τη συμπεριφορά της
Καθώς περαπατάμε, στέκεται ξαφνικά και με ρωτάει, απανωτά "γιατί αυτός ο κύριος είχε μόνο ένα πόδι;", "γιατί κάθεται σε καροτσάκι;". "Όχι, γιατίίίίί;" επιμένει.
Ενώ έχουμε φτάσει πλέον στο αυτοκίνητο, με παρακαλεί, σχεδόν ικετευτικά "πάμε μπαμπά να του δώσουμε λεφτά". Ήμασταν όμως πια μακριά. Και αργοπορημένοι.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Π.Σ. 2009-2010 (σελ. 3)

Σήμερα το πρωί, πήγα κεφάτος στο σχολείο, με 4 φωτογραφίες στο χέρι. Ήθελα να τις κολλήσω στην είσοδο της τάξης, όπως μου είχε πει η δασκάλα. Μόλις όμως φτάσαμε, η Γιάννα μάλωσε τον μπαμπά και του είπε "σιγά, διαβατήριο θα του βγάλουμε του παιδιού;". Έτσι, η Γιάννα κράτησε τελικά μόνο μία φωτογραφία και επέστρεψε τις υπόλοιπες στον μπαμπά (μάλλον για να τις κολλήσει κάπου αλλού).
Χθες, πήγαμε σε ένα πολύ τρομακτικό μουσείο. Στη σκάλα, μία ακίνητη καμηλοπάρδαλη με κοιτούσε επίμονα. Τρόμαξα. Κοκκάλωσα. Δεν μπορούσα να κατεβώ τα σκαλιά. Με τίποτα. Ο μπαμπάς προσπάθησε να με καθησυχάσει. Χωρίς επιτυχία. Μου έλεγε να μην φοβάμαι, ότι τα ζώα είναι "βαλσαμωμένα" ή "ταριχευμένα". Αλλά ένας θεός ξέρει τί ακριβώς εννοούσε. Το αποκορύφωμα ήταν στην αίθουσα με τον δεινόσαυρο. Έναν αληθινό δεινόσαυρο. Τεράστιο. Χωρίς δέρμα ή μάτια, αλλά γεμάτο κόκκαλα (έζησε πριν από πολλά χρόνια, γι' αυτό). Δεν άντεξα και παρακάλεσα τον μπαμπά να με πάρει αγκαλιά. Πάλι καλά που δεν κουνήθηκε ο δεινόσαυρος. Μάλλον, δεν μας είδε (ε ναι, αφού δεν είχε μάτια).
Ωχ, πώς θα κοιμηθώ τώρα; Ελπίζω να μην με επισκεφτεί πάλι ο δεινόσαυρος, όπως στο βιβλίο. Τώρα που είπα βιβλίο, θυμήθηκα ένα βιβλίο που διαβάσαμε σήμερα στο σχολείο: "ποιός έκανε πιπί στο Μισισιπή;". Είχε πολύ γέλιο, γιατί ένα παπί έκανε πιπί στη μέση του Μισισιπή (έτσι λέγεται το ποτάμι) και πολλά παιδιά δεν μπορούσαν να προφέρουν την πρόταση. Εγώ όμως μπορώ, γιατί είμαι μεγάλος.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2009

Νηπιαγωγείο 2009-2010 (σελ. 3)

Σήμερα, δεν έχω κάτι αξιόλογο να γράψω. Η δασκάλα κόλλησε τη φωτογραφία μου στο συρτάρι μου και στη συνέχεια έγραψε το όνομά μου. Μετά, βάλαμε όλοι κι από ένα καρτελάκι με το όνομά μας εκεί που καθόμαστε, πάνω στο θρανίο.
Ωχ, έρχεται ο αδελφός μου. Φεύγω, πριν με ζαλίσει με τις μοτοσυκλέτες και τα σταντ.

Π.Σ. 2009-2010 (σελ. 2)

Κάτι με απασχολεί τις τελευταίες εβδομάδες και αφορά στις μοτοσυκλέτες. Παρά τις αλλεπάλληλες εξηγήσεις του μπαμπά, αδυνατώ να καταλάβω γιατί δεν πέφτουν όταν είναι σταματημένες. Ο μπαμπάς μού εξήγησε ότι στέκονται χάρη στο "σταντ". Ξέρετε, το μαραφέτι στο οποίο ακουμπάει όταν είναι παρκαρισμένη η μοτοσυκλέτα. Έτσι το είπε ο μπαμπάς. Σταντ. Στην αρχή κάπως αλλιώς το έλεγε. Βάση στήριξης, νομίζω. Και κάτι άλλο. Μου είπε ότι ισχύει για όλα τα δίκυκλα. Νομίζω ότι εννοούσε ότι ισχύει και για τα ποδήλατα. Αλλά και πάλι, γιατί να πέσει αυτή η μοτοσυκλέτα; Μετά, άρχιζε ο μπαμπάς να μου μιλάει για κέντρα βάρους, βαρύτητες κι άλλες τέτοιες ασυναρτησίες. Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Απλά κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου. Ναι, συμφωνώ, είναι περίεργος ο μπαμπάς μου.
Αλλά, πού θα πάει, δεν θα βρεθεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί (δεν) πέφτει η μοτοσυκλέτα;
Υ.Γ.: η λέξη "σταντ" μου αρέσει τρομερά. Είναι τόσο εύηχη.

Το δώρο

Ο κολλητός μας παντρεύτηκε και η παρέα, θέλοντας να πρωτοτυπήσει, αποφάσισε να του προσφέρει ένα κοινό δώρο. Ήταν λάθος. Μετά από απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, υποτιμητικά σχόλια, ύποπτες μηχανορραφίες και αρκετή λοιδορία, καταλήξαμε σε ένα δώρο. Ένα δώρο ανεπιθύμητο, χωρίς πια αξία. Ένα δώρο, από υποχρέωση.
Τώρα, προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που του έκανα ένα δώρο. Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον επτά χρόνια. Κανά πουκάμισο θα ήταν, χωρίς κάρτα αλλαγής, που δεν θα του πήγαινε κιόλας. Αλήθεια, έχουν καμία αξία τα δώρα; Δεν θα' ταν πιο λογικό ή και πιο εύκολο να πούμε απλά στον άλλον πώς αισθανόμαστε; Να του πω δηλαδή του κολλητού μου, έτσι απλά, ότι τον αγαπώ;
Όχι βέβαια, τρελός είσαι; Το δώρο θα δώσουμε. Και μεταξύ μας, το δώρο είναι όλα τα λεφτά. Και ο κολλητός μου, όλα τα λεφτά είναι κι εκείνος.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2009

Π.Σ. 2009-2010 (σελ. 1)

Κι εγώ μπορώ να κρατάω ένα ημερολόγιο.
Το μεσημέρι με χτύπησε ο άλλος (δεν ξέρω πώς τον λένε, αλλά πηγαίνει στην τάξη των μεγάλων). Ήθελε να μου πάρει το αυτοκίνητο και με χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, αντί να μου το ζητήσει ευγενικά. Με πόνεσε κι έβαλα τα κλάματα. Η Μαρία τον μάλωσε λέγοντάς του "το καλύτερο παιδί βρήκες να χτυπήσεις;". Μετά όμως έγινε κάτι απίστευτο. Με προέτρεψε να του ανταποδώσω το χτύπημα! Και με άφησε! Τον χτύπησα όσο πιο δυνατά μπορούσα αλλά δεν ξέρω αν τον πόνεσα αρκετά. Δεν της είπα όμως της Μαρίας ότι απαγορεύεται. Αν το μάθαινε ο μπαμπάς...
Το πρωί, παντρεύτηκα την Μελίνα. Στην αρχή έκανε τη δύσκολη. Πως τάχα ήμουν βρώμικος, επειδή μου έτρεχαν τα σάλια. Όταν σκουπίστηκα όμως, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Η Γιάννα δεν με άφησε όμως να την φιλήσω. Κάτι για μια γρίπη επικαλέστηκε.
Το μεσημέρι πάλι, έπαιξα με την μικρή μου αδελφή, την ε. Καθόμουν στο αυτοκίνητο κι εκείνη με έσπρωχνε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά της αρέσει πολύ να σπρώχνει.
Το πρωί, πέρασα μπροστά από το σχολείο της μεγάλης μου αδελφής, της Ε. Όταν μεγαλώσω, θα πηγαίνω κι εγώ στο μεγάλο σχολείο.

Νηπιαγωγείο 2009-2010 (σελ. 2)

Αυτός ο Δημήτρης μου είναι πολύ αντιπαθής. Δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν είναι μόνο τρομερά ερειστικός, είναι και πολύ βαρετός. Με τις ανιαρές του συζητήσεις, δεν κινεί κανενός το ενδιαφέρον. Μόνο για σπαθιά μιλάει. Για άλλα θέματα δεν έχει ιδέα. Ούτε καν για πριγκίπισσες. Και μιλάω για πραγματικές πριγκίπισσες, τύπου Σταχτοπούτας, Χιονάτης και Άριελ. Επιπλέον, είναι και πολύ βάναυσος. Να, το πρωί έσπρωξε την Κλεοπάτρα και δεν της είπε συγγνώμη. Τέλος πάντων, χθες πήγε να σώσει την παρτίδα: είχε γενέθλια και μας κέρασε όλους σοκολάτες. Αλλά και πάλι, έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του να διανύσει μέχρι να του μιλήσω.

Σήμερα, μας έμαθε δύο πράγματα η κυρία Φυλλιώ. Πρώτον, βοηθάμε τα παιδιά να σηκωθούν όταν πέφτουν κάτω (το είπε όταν ο Δημήτρης έσπρωξε την Κλεοπάτρα και είχα μείνει κόκκαλο). Δεύτερον, ακούμε πάντα τον μπαμπά και τη μαμά (δεν θυμάμαι για ποιό λόγο το είπε). Είχε δίκιο ο μπαμπάς, μαθαίνουμε πολλά πράγματα στο σχολείο. Αλλά δεν είναι και τόσο δύσκολο, όπως με είχε προϊδεάσει το καλοκαίρι. Ίσα ίσα που το βρίσκω πανεύκολο αυτό το σχολείο. Τα καταφέρνω περίφημα σε όλα τα παιχνίδια.

Άντε, είμαι κουρασμένη. Πάω να την πέσω. Χθες, είδα ένα πολύ καλό όνειρο. Ονειρεύτηκα ότι πηγαίναμε όλοι μαζί, με το αυτοκίνητο, σε έναν γάμο. Περάσαμε τέλεια.

Τί θα ονειρευτώ άραγε σήμερα;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

Νηπιαγωγείο 2009-2010 (σελ. 1)

Φέτος, άλλαξα σχολείο. Στο σχολείο που πηγαίνω τώρα, το καινούργιο, πάνε μόνο μεγάλα παιδιά, σαν και 'μένα.
Σήμερα, η δασκάλα μας, η Φυλλιώ, μας ενημέρωσε ότι θα πρέπει πάντα να καθόμαστε στην ίδια θέση. Όλη τη σχολική χρονιά και χωρίς παρεκκλίσεις. Έλα όμως που δεν το ήξερα την πρώτη μέρα. Και τώρα, θα αναγκαστώ να μοιραστώ το θρανίο μου με τον Διονύση. Κι ο Διονύσης είναι κακός. Δεν με παίζει.
Το πρωί, με έσπρωξε η Κλεοπάτρα στην αυλή και έπεσα. Και μάτωσε ο αγκώνας μου. Δεν το ήθελε όμως. Είναι φίλη μου η Κλεοπάτρα. Η κυρία Φυλλιώ μου καθάρισε την πληγή και τώρα δεν τρέχει πια αίμα.
Μου αρέσει αυτό το σχολείο. Τις προάλλες, γιόρταζε η άλλη δασκάλα, η Σοφία. Φάγαμε ένα σωρό σοκολάτες και καραμέλες. Το απόγευμα, όταν ήρθε να με πάρει ο μπαμπάς, η δασκάλα κέρασε και τους μεγάλους. Όχι όμως και τους μικρούς. Είπε ότι είχαμε φάει αρκετά στο σχολείο. Πού το ήξερε όμως; Εγώ, προσωπικά, δεν χορταίνω ποτέ σοκολάτες και καραμέλες.
Και ένα τελευταίο. Δεν πρέπει να ξεχάσω να πω στη μαμά μου, να μην μου γεμίζει την τσάντα με ταπεράκια. Αφού δεν μου αρέσουν τα λαχανικά και τα φρούτα (εκτός από τις βανίλιες) (και τις ντομάτες). Το είπε και η δασκάλα: έχει τόσα πράγματα η τσάντα που δεν κλείνει το φερμουάρ. Ενώ ένα τάπερ με μακαρόνια χωράει άνετα. Ακόμη κι ένα ταπεράκι με γιαούρτι. Αχ, και κάτι άλλο ακόμα: η πετσέτα χεριών που έχω είναι πολύ μεγάλη.
Ελπίζω να μην ξεχάσω να τα πω όλα αυτά στη μαμά. Πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσω ένα ημερολόγιο.
Πού θα τα θυμηθώ όλα αυτά όταν μεγαλώσω;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2009

Η χαμένη αθωότητα

Κάθε μέρα, κάθεται με τις ώρες στον ήλιο για να μαυρίσει, με την κρυφή ελπίδα ότι θα κάνει πάταγο με την εμφάνισή της, όταν ανοίξει το σχολείο. Ξαφνικά σηκώνεται, δεν αντέχει άλλο την ηλιοθεραπεία και μπαίνει στη θάλασσα για να δροσιστεί. Την ακολουθεί ο μικρός της αδελφός. Όταν έχουν πια φτάσει στα βαθιά, εκείνη βγάζει το μπικίνι της και του το φοράει, χαμογελώντας πονηρά. Η τρομερή αίσθηση ελευθερίας που αισθάνεται είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Την ίδια στιγμή, στην ακρογιαλιά, στέκεται ένας μεσήλικας άνδρας. Χαμογελάει κι εκείνος, παρατηρώντας την κόρη του. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, σκέπτεται από μέσα του. Όπως πάντα, εξακολουθεί να προκαλεί, να κάνει πράγματα που πιστεύει ότι απαγορεύονται, δήθεν χωρίς την επίγνωσή του.
Αυτήν την φορά όμως, κάτι έχει αλλάξει. Για πάντα.
Όταν βγήκε η έφηβη από το νερό, ο πατέρας της έκανε πως δεν την είδε. Ντράπηκε. Για πρώτη φορά στη ζωή του.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2009

Το μητρικό ένστικτο

Το πλοίο της άγονης γραμμής ήταν πια έτοιμο να αποπλεύσει. Δύο ψηλές, αδύνατες και μαυρισμένες έφηβες, με μοδάτο ντύσιμο, κουνούσαν τα χέρια τους και χοροπηδούσαν στο κατάστρωμα, προσπαθώντας μάταια να τραβήξουν την προσοχή ενός ηλικιωμένου ανδρόγυνου, που στεκόταν κάπως ανήσυχο στην προβλήτα.
Μέχρι που μία μαυροφορούσα γυναίκα πλησίασε τα κορίτσια και τους χαμογέλασε, πριν ακουμπήσει στο κιγκλίδωμα του καταστρώματος. Ένα απλό γνέψιμό της ήταν αρκετό για να εντοπιστεί από το ηλικιωμένο ζευγάρι, που της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, με το χαμόγελο στα χείλη. Οι δύο έφηβες κοιτάχτηκαν αμήχανα, αδυνατώντας να κατανοήσουν την δύναμη του μητρικού ενστίκτου, ενισχυμένου από τόσα χρόνια προσμονής και μοναξιάς.
Όταν γύρισα και πάλι προς την προβλήτα, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της γιαγιάς.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2009

Κανελάδα

Εξουθενωμένοι από την εξαντλητική περιήγηση του νησιού, κάνουμε μία στάση στην "φτωχή καλύβα του Ματθαίου", ένα παραδοσιακό καφενείο κοντά στην πλατεία της Ευαγγελίστριας, μακριά από τις κλασικές τουριστικές διαδρομές, χωρίς παραλία, θέα ή αξιοθέατα.
Η κυρία Ματθαίου, ξαφνιασμένη, μας καλωσορίζει και μας κερνάει ένα τσαμπί σταφύλι και παγωμένη κανελάδα. Αυτά μόνο έχει να μας προσφέρει η γριούλα, που προσπαθεί να απολογηθεί για την φτώχια της καλύβας.
Αν ποτέ περάσετε κι εσείς από 'κει, δοκιμάστε την κανελάδα. Δεν θα το μετανιώσετε. Είναι πλούσια σε γεύση και συγκινήσεις.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 16, 2009

Ο αποχωρισμός

Ντάλα μεσημέρι. Το οχηματαγωγό μόλις έδεσε κι άνοιξε ο καταπέλτης. Μέσα στην τεράστια αναστάτωση και τη βαβούρα από το πηγαινέλα των επιβατών και των φορτηγών στην στενή προβλήτα, ξεχωρίζει ένα νεαρό ανδρόγυνο που εναγκαλίζεται σφιχτά, δίπλα στην καφετέρια του λιμανιού. Εκείνη κλαίει με λυγμούς. Εκείνος, διατηρώντας την ψυχραιμία του, προσπαθεί να την παρηγορήσει, με λόγια αγάπης. Συνεχώς, μέχρι και τον τελευταίο ασπασμό.
Από το κιγκλίδωμα του καταστρώματος στην πρύμνη του πλοίου, όπου έχει ανέβει, την χαιρετάει. Μιλούν στο κινητό και χειρονομούν, με το χαμόγελο στα χείλη, καθώς απομακρύνεται το πλοίο.
Η κουκκίδα στην άκρη της προβλήτας σηκώνει το χέρι της για μια τελευταία φορά, πριν γυρίσει την πλάτη της στο πλοίο και εξαφανιστεί στην πεζή καθημερινότητα του νησιού. Εκείνος, κλείνει το κινητό του και πηγαίνει για καφέ. Ελεύθερος και ανώνυμος μέσα στο επιβατικό πλήθος, έτοιμος να απολαύσει τη ζωή του.