Είπα κι εγώ να γράψω κάτι, μετά από καιρό...
Ήταν αργά, αδυνατούσε να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Είχε πολλά πράγματα να κάνει, δεν του έφτανε ο χρόνος. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, σκέφτηκε πόσο χαρούμενος είναι και χαμογέλασε. Σηκώθηκε, φόρεσε το μπουφάν και βγήκε. Του άρεσε να περπατάει και να αφουγκράζεται τους ήχους και την κίνηση της πόλης, μια συνήθεια που είχε αποκτήσει τα χρόνια της μοναξιάς για να ξεφεύγει από την πραγματικότητα, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Δεν έβρισκε διαφυγή, πάντα γυρνούσε πίσω. Τώρα όμως κάτι άλλαξε. Περπατάει και αφουγκράζεται την πόλη, νιώθει ευτυχισμένος, είναι έτοιμος να σκάσει και θέλει να φωνάξει “it’s good to be alive”. Έτσι, απλά. Γιατί γουστάρει. Γιατί, πράγματι, it is good to be alive.